- ἐξαναφανίσας
- ἐξαναφανίσᾱς , ἐκ , ἀνά-ἀφανίζωmake unseenaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐξαναφανίσᾱς , ἐκ , ἀνά-φανίζωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.